Πανορθόδοξη Σύνοδος

Επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Μόσχας

Русская версияУкраинская версияМолдавская версия
Пατριαρχείο

Προσφώνησις τοῦ Ἀγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας καὶ Πασῶν τῶν Ρωσσιῶν κ.κ. Κυρίλλου πρὸς τους Προκαθημένους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατὰ τῆν Σύναξίν των Ἐν Κωνσταντινουπόλει, τῇ 6ῃ Μαρτίου 2014

Προσφώνησις τοῦ Ἀγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας καὶ Πασῶν τῶν Ρωσσιῶν κ.κ. Κυρίλλου πρὸς τους Προκαθημένους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατὰ τῆν Σύναξίν των Ἐν Κωνσταντινουπόλει, τῇ 6ῃ Μαρτίου 2014
Εκτύπωση
13 Μαρτίου 2014 έτος 13:51

Παναγιώτατε, ἀγαπητέ ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ Πατριάρχα Βαρθολομαῖε

Μακαριώτατοι καὶ Ἁγιώτατοι,

Ἕκαστος συνάντησις Προκαθημένων εἶναι ἔν σπουδαῖον γεγονός. Εἶναι εὐκαιρία νά ἐπαναβεβαιῶσωμεν τὴν ἀδελφικήν μας ἀγάπην, νά ἀνταλλάξωμεν ἀπόψεις, ἀπὸ κοινοῦ νά συζητήσωμεν θέματα, τὰ ὁποῖα προβληματίζουν τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας, νά ἐκφράσωμεν εὐχαριστίας καὶ νά ἱκετεύσωμεν τὸν Θεόν, ἀπὸ κοινοῦ να σταθῶμεν ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, νά κοινωνήσωμεν ἐκ τοῦ ἰδίου Ποτηρίου τοῦ Χριστοῦ, διά προσευχῆς νά στηρίξωμεν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον εἰς τὰς δυσκολίας καὶ δοκιμασίας. Αἱ συναντήσεις τοιαῦται ἐπιβεβαιοῦν τὴν λειτουργικότητα εἰς τὰς σχέσεις ἐντός τῆς Μίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν προθυμίαν μας νά συνεργασθῶμεν ἐπί τῷ τέλει τῆς διαφυλάξεως τῆς ἐνότητος τῆς Ἐκκλησίας.

Εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς τὸν ἀδελφόν μας Παναγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαῖον διά τὴν ἀνάληψιν πρωτοβουλίας τῆς Συνάξεως ταύτης, προκειμένου νά συζητήσωμεν τὰ πλέον καίρια ζητήματα τῆς Πανορθοδόξου Ἡμερησίας Διατάξεως, ἕν ἐκ τῶν ὁποίων ἀσφαλῶς τυγχάνει ἡ προπαρασκευή τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου.

Ἔχω ἐπανειλημμένως συζητήσει τὸ θέμα τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ὅσον μετά τῶν Ἱεραρχῶν τῆς καθ’ἡμᾶς Ἐκκλησίας, τόσον καὶ μετά τῶν ἀδελφῶν Προκαθημένων καὶ ἀντιπροσώπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Σήμερον θα ἤθελον καὶ πάλιν νά ἐκθέσω εἰς τους παρευρισκομένους τὴν θέσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, νά καταστήσω γνωστή τὴν γνώμην τῶν Ἱεραρχῶν μας, τὴν ὁποίαν διετύπωσαν κατά την ἐν Μόσχᾳ τον Φεβρουάριον τοῦ 2013 γενομένη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας.

Κατ΄αρχάς, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἐξέφρασε κοινή πεποίθησιν τῶν Ἐπισκόπων μας, ὅτι πάσαι αἱ ἀποφάσεις εἰς τὴν Πανορθόδοξον Σύνοδο νά λαμβάνωνται «δι’ὁμοφώνου γνώμης πασῶν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ οὐχὶ διά πλειοψηφίας» (Ἡ ἀπὸ 5ης Φεβρουαρίου 2013 ἀπόφασις τῆς Ἰερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀρθ. 60).

Ἐπιπλέον, ἡ καθ΄ἡμάς Σύνοδος προέβη εἰς διατύπωσιν τῆς ἀκολούθου θέσεως: «Ὁ Κανονισμός καὶ ἡ Ἡμερήσια Διάταξις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, αἱ αρχαὶ τῆς συγκροτήσεως αὐτῆς, ἡ τάξις τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ συνεδριάσεων, τα σχέδια τῶν κυριωτέρων συνοδικῶν κειμένων θα πρέπει νά προσυμφωνηθοῦν ὑπό τῶν πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἱεράρχαι τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν ὅτι ἡ προπαρασκευή τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ὀφείλει να προβλέπει μίαν εὐρεῖαν συζήτησιν τῶν ὑπὸ προετοιμασίαν ἀποφάσεων καὶ κατὰ τὴν πορείαν αὐτῆς νά επιδικνύεται ἰδιαίτερος φροντίς  διὰ τὴν διαφύλαξιν τῆς ἀνοθεύτου Ὀρθοδόξου διδασκαλίας.  Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἰεραρχίας κρίνουν ἀπαραίτητο το Προεδρεῖον τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου νά συναπαρτίζουν οἱ Προκαθήμενοι πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ Ἱεραρχία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά ἐκπροσωπεῖται ἐν ὁλοκληρίᾳ» (Ἡ ἀπό 5ης Φεβρουαρίου 2013 ἀπόφασις τῆς Ἰερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἄρθ. 61).

Ἀκολοῦθως θά αναλύσω τὰς διατάξεις ταύτας, διευκρινίζων τὴν οὐσία αὐτῶν.

Ὁ δι΄ὀμοφωνίας τρόπος λήψεως τῶν ἀποφάσεων ἕως προσφάτως ἐφαρμόζετο ἐπιτυχώς εἰς την προσυνοδικήν διαδικασίαν. Ἀρχίσαμεν τὴν προπαρασκευήν τῆς Συνόδου ἀπό τῆς ἐν Ρόδῳ Διασκέψεως του ἔτους 1961, ὅτε τῇ πρωτοβουλίᾳ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἡ ἀρχή τῆς ὀμοφωνίας ἐτέθη ὡς βάσις διά την λήψιν ἀποφάσεων: «Αἱ ἀποφάσεις τῶν κοινών συνελεύσεων λαμβάνονται διά πλήρους ὁμοφωνίας τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ἐκκλησιῶν (Κανονισμός λειτουργίας και ἐργασιῶν τῆς ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἄρθ. 14), καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ δι΄ὁμοφωνίας τρόπος λήψεως τῶν ἀποφάσεων ἐπιβεβαιώθῃ ὑπό τοῦ Κανονισμού τῶν Πανορθοδόξων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων τοῦ ἔτους 1986: «Ἡ ὑπό των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων ἀποδοχή τῶν κειμένων ἐπί τῶν καθ' ἕκαστον θεμάτων της Ἡμερησίας Διατάξεως γίνεται καθ'ὀμοφωνίαν» (ἄρθ. 16).

Ἀκριβῶς ἐπί τῆς βάσεως ταύτης ἐσυμφωνήθησαν ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας δατάξεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ὁ Κανονισμός λειτουργίας τῶν Πανορθοδόξων Προσυνοδικῶν Δισκέψεων καὶ τὰ σχέδια τῶν ἀποφάσεων ἐπί ὀκτώ ἀπὸ συνολικά δέκα θεμάτων τῆς Συνόδου. Ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας ἐδικαιώθῃ ἀπολύτως καὶ ἡ ἄρσις αὐτῆς κατά τὴν προπαρασκευήν τῆς Συνόδου θά ἦτο ἀντιπαραγωγική καὶ ἄκρως ἐπικίνδυνος.

Ἠ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας ἐτέθη ὠς βάσις λειτουργίας καὶ τῶν ἐν τῇ Διασπορᾷ Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων. Αὕτη εἶναι ἡ ἀρχή διά τῆς ὁποίας, ὑπό τῶν σημερινῶν ἰστορικῶν συνθηκῶν, διαφυλάσσεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπό την ἐκλησιαστικήν ἱστορίαν διδασκόμεθα ὅτι οἱ Σύνοδοι, ὅπου προκαταρκτικῶς δέν ἐξησφαλίζετο ἠ ὁμοφωνία δέν ἀπέδιδαν καρπούς οὔτε συνέβαλαν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς παράδειγμα νά παραθέσωμεν τὴν ἐν Ἐφέσῳ «ληστρική» Σύνοδο τοῦ ἔτους 449 καὶ τὴν εἰκονομαχική Σύνοδο τοῦ ἔτους 754. Ἡ συζήτησις εἰς τὸ πλαίσιον τῆς Συνόδου μη συμπεφωνημένων θεμάτων ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν μεταβολὴν τῆς Συνόδου εἰς τόπον διαιρέσεων, διὰ νά διακινδυνεύσωμεν τὴν ἐκκλησιαστικήν ἑνότητα καὶ δυσχεράνωμεν τὴν ἀποδοχή τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων ὑπό τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν μας. Ἡ δε ἀποστολή μας εἶναι νά διατρανώσωμεν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν θεμάτων ἀπασχολούντων τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Ὀφείλει να ἀκουσθῇ ἡ φωνή ἑκάστης Ἐκκλησίας ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν καὶ τοῦ χρόνου τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς. Ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος πρέπει νά γίνει τόπος, ὅπου τὸ Ἅγιον Πνεύμα θά ἔχει τὴν παρουσίαν Αὐτοῦ ἐν ὁμοφροσύνῃ τῶν Ἐκκλησιών καὶ ὅπου θά άποκλείεται ἡ τυραννική ὑποταγή τῆς μειοψηφίας εἰς την βούλησιν τῆς πλειοψηφίας.

Ἐνίοτε ἀκούγονται ἀπόψεις ὅτι ἡ ὁμοφωνία ἐπιβραδύνει τὴν λήψιν τῶν ἀποφάσεων καὶ τὴν προπαρασκευήν τῆς Συνόδου. Ὅμως κατ' ἐμὲ  ἀλλοῦ ὁφείλεται ἡ επιβράδυνσις. Δυστυχῶς δέν διαθέτομεν ἕνα ἀποτελεσματικόν μηχανισμόν προπαρασκευῆς. Δέν λειτουργεῖ καθώς πρέπει ἡ προ πολλῶν ἐτῶν συγκροτηθεῖσα Γραμματεία ἐπί τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης  Συνόδου, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπροβλέπετο ἠ συμμετοχή ἐκπροσώπων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Δέν ἀντιμετωπίσθη καταλλήλως καὶ ἡ κατ΄ἐπανάλήψιν ὑπὸ τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας ὑποβληθεῖσα πρότασις νά μετάσχει εἰς τὴν Γραμματείαν ἐκπρόσωπός της.

Ἐπίσης χωρίς νά εἰσέλθω εἰς ἐκτεταμένην συζήτησιν περί τοῦ δι΄ὁμοφωνίας τρόπου λήψεως τῶν ἀποφάσεων θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι δέν εἶναι ὀρθαὶ  ἐν προκειμένῳ αἱ παραπομπαὶ εἰς τον ΣΤ’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθώς καὶ εἰς τον ΙΘ’ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ  Συνόδου. Οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες ἀναφέρονται εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῆς πλειοψηφίας κατά τὴν ἐκλογήν καὶ χειροτονίαν Ἐπισκόπου ὑπὸ τῶν Συνόδων τῆς Μητροπόλεως. Ὁ ΙΘ’ Κανών οὕτως λέγει: «Κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος». Πρόκειται μόνον περί ἐκλογῆς. Και συνεχίζει: «Εἰ δὲ κατὰ τὸν ὡρισμένον κανόνα γίγνοιτο ἡ κατάστασις, ἀντιλέγοιεν δέ τινες δι᾽ οἰκείαν φιλονεικίαν, κρατεῖν τὴν τῶν πλειόνων ψῆφον». Οὐδείς Κανών ἀναφέρει περίπτωσιν καθ΄ἥν ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας νά ἐφηρμόζετο εἰς ἄλλα θέματα εἰ μή προσωπικοῦ χαρακτῆρος. Καὶ ἡ παράδοσις αὕτη ἐσέβετο ὑφ’ ὅλων τῶν Συνάξεών μας, ἐκτός μιᾶς, ὅτε κατά τὸ ἔτος 2005 συνήλθομεν διὰ νά αποφασίσωμεν περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Ἡ τότε ἀπόφασις ἐλήφθη διά πλειοψηφίας. Ὑπήρχον μεταξύ τῶν μετασχόντων τῆς Συνάξεως ὅσοι, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἀπείχαν τῆς ψηφοφορίας. Ἀλλά διά πλειοψηφίας ἀπεφασίσθη ἡ υἱοθέτησις τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων περί καθαιρέσεως τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Εἰς οὑδεμίαν ἑτέραν περίπτωσιν και οὑδέποτε τόσον εἰς τὴν νεωτέραν, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἀρχαίαν ἱστορίαν κατά τῆν ἐξέτασιν τῶν ζητημάτων θεολογικῆς καὶ κανονικῆς φύσεως ἐφηρμόζετο ἡ ψηφοφορία μὲ ἀποφάσεις βάσει τῆς βουλήσεως τῆς πλειοψηφίας.

Ἡ Σύνοδος θέλει ἐνεργόν προετοιμασίαν. Ὀφείλομεν νά προσελκύσωμεν δημιουργικές δυνάμεις. Ἐπιβάλλεται νά συγκροτήσωμεν ἔν ἀποτελεσματικόν ὀργανον ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ τοῦτο πρέπει νά συνέρχεται ἀνά τακτά χρόνικά διαστήματα, νά ἀνταλλάσσουν τὰ μέλη αὐτοῦ ἀπόψεις καὶ ὑλικόν, χρησιμοποιοῦντα ἀκόμη καὶ τὰ σύγχρονα μέσα τῆς ἐπικονωνίας, τὰ ὁποῖα καθιστοῦν ταῦτα οὐδόλως δύσκολον. Ἐάν πράγματι θέλομεν νά συγκαλέσωμεν τὴν Πανορθόδοξον Σύνοδον, ὀφείλομεν νά μάθωμεν νά ἐργασθῶμεν οὕτως.

 Ἔχομεν ἀκόμη πάρα πολλήν ἐργασίαν, τόσον ὡς πρὸς τὴν θεματολογίαν τῆς Συνόδου, ὅσον καὶ ὡς πρὸς τὸν Κανονισμόν αὐτῆς.  Ἀκόμη ἐκείνα τὰ ὀκτώ θέματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἤδη ἐπεξεργασθεῖ καὶ συμφωνηθεῖ θέλουν μίαν ἀναθεώρησιν, λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν τὴν πραγματικότητα ἡ ὁποία ἄλλαξε, κάτι εἰς τὸ ὀποῖον ἀνεφέρθη ἐπίσης εἰς τὴν παρέμαβασιν της καὶ ἡ Ὑμετέρα Παναγιώτης. Αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου πρέπει νά εἶναι ἐπίκαιροι καὶ νά ὑπηρετήσωσι τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐχὶ να ἀποτελέσωσι πέτραν σκανδάλου διά τὸν λαόν τοῦ Θεοῦ.

Τοῦτο ἱσχύει ἰδιαιτέρως διά τὰ δύο κείμενα, ἀφορῶντα εἰς τὰ προβλήματα τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων καὶ τοὺς διαλόγους μετά τῶν ἑτέρων ὁμολογιῶν. Τὰ κείμενα ταῦτα χρῄζουσι  ἀναθεωρήσεως, λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν τὰς σημερινὰς ἐξελίξεις εἰς προστεσταντικάς κοινότητας τινάς μὲ ριζικῆν ἀπομάκρυνσιν αὐτῶν ἀπὸ τῶν βιβλικῶν ἠθικῶν κανόνες.

Τὸ κείμενο μὲ τίτλον «Συμβολή τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικών ἱδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων» περιλαμβάνει σπουδαῖα μηνύματα ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως τοῦτο συνετάχθῃ ὑπό ἰσχυράν ἐπίδρασιν τῆς ἐποχῆς αὐτοῦ. Δέν εἶναι τόσον ἐπίκαιρον τὸ ζήτημα τοῦ φυλετισμοῦ σήμερα, ὄπως ἦτο εἰς την δεκαετίαν τοῦ 1980.

Πάντα τὰ θέματα τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως πρέπει νά τύχουν καλῆς προεργασίας ἀπὸ κοινοῦ καὶ νά ἀναζητηθεῖ ἐπ’αὐτῶν ἡ ὁμοφωνία. Ἐάν δέν πρόκειται νά συμφωνήσωμεν ἐπί ζητημάτων τινων ἀμέσως, νά μή φοβώμεθα καὶ νὰ παραπέμψωμεν ταῦτα εἰς τὰς μελλούσας νά συνέλθωσι Συνόδους. Ἐάν καταφέρωμεν ἐπαξίως νά προετοιμάσωμεν τὴν Σύνοδο ταύτην, φρονῶ ὅτι δέν θα εἶναι καὶ τελευταία.

Ἐπιπλέον, ὑπάρχουν σύγχρονοι προκλήσεις, ἅς εἶναι ἀδύνατον νά παραθεωρήσει ἡ Σύνοδος. Εἶναι ἡ μαζική ἐκδίωξις τῶν χριστιανῶν ἀπό τὰς περιοχὰς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς, ἡ ὁποία ἡ ἐκδίωξις ἀπειλεῖ μέ ἐξαφάνιση τῆς χριστιανικῆς παρουσίας εἰς τον χῶρον τῆς ἀρχικῆς ἐξαπλώσεως τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶναι καὶ ἡ ἁπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως ὀλέθρια λατρεία τοῦ καταναλωτισμοῦ, κειμένη εἰς βάσιν τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία ἔπληξε πολλὰς χώρας τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, τώρα πλέον δυστυχῶς τοῦ ψευδοχριστιανικοῦ κόσμου. Εἶναι καὶ αἱ προσπάθειαι καλλιεργίας τῆς καταλυτικῆς διά τὰς ἠθικὰς καὶ οἰκογενειακὰς ἀρχὰς τῆς οὕτως λεγομένης φιλοσοφίας τοῦ φύλου, αἱ ὁποῖαι ἔθιξαν τὰς δυτικὰς χώρας καὶ τώρα ἔρχονται εἰς την Ὀρθόδοξον Ἀνατολήν. Εἶναι καὶ τα προβλήματα τῆς βιοηθικῆς ὅπως ἡ κλωνοποίησις, ἡ παρένθετη μητρότης καὶ ὅλα ὅσα διεκδικοῦν τὴν ἐπέμβασιν εἰς την ἴδιαν την θεόπλαστην ἀνθρωπίνην φύσιν. Εἰς ὅλα ταῦτα τὰ σπουδαῖα καὶ ἐπίκαιρα θέματα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νά δώσει μίαν σαφῆ καὶ συμπεφωνημένην ἀπάντησιν, τὴν ἐδραζομένην ἐπὶ τῆς Παραδόσεως αὐτῆς.  Μάλιστα ἡ ἀπάντησις πρέπει νά δοθεῖ οὐχὶ μόνον θεολογική, ἀλλά καὶ ποιμαντική. Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερον ἔρχεται ἀντιμέτωπος μετά τῶν αἰτημάτων βαπτισμοῦ παιδιῶν γεγεννημένων ἐκ τῶν παρένθετων μητέρων. Δέν ἦσαν δυνατόν να περιμένωμεν μίαν ἐπί τοῦ θέματους τούτου πανορθόδοξον ἀπόφασιν, διότι εἶναι λίαν ἔντονος ἡ σχετική συζήτησις εἰς την Ρωσσίαν. Ἐσυγκροτήθη εἰδική Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἐκπόνησε ποιμαντικὰς συστάσεις ὡς πρὸς τὸ ἐνδεχόμενον βαπτισμοῦ τῶν παιδιῶν γεγεννημένων ἐκ τῶν παρένθετων μητέρων.

Ὅσον δε ἀφορᾷ εἰς τον Κανονισμόν τῆς Συνόδου, οὐδέποτε ἐσηζητήθη ἀπό κοινοῦ. Ἄλλωστε τὸ θέμα τοῦ Κανονισμοῦ τῆς Συνόδου εἶναι οὐδόλως τυπικόν. Ἡ Σύνοδος ὀφείλει νά ἐκφράζει σαφῶς τὴν ἡμετέραν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν, ἀκριβῶς ὅπως την ἐκφράζει ἡ Θεία Λειτουργία καὶ τὸ Συλλείτουργον.

Κατ΄αρχάς τοῦτο ἀφορᾷ εἰς τὴν συγκρότησιν τῆς Συνόδου. Ἡ εὐθύνη τὴν ὁποίαν ἐπωμίζονται διά τὴν Ἐκκλησία πάντες οἱ Ἐπίσκοποι ὁπωσδήποτε θέλει τὴν συμμετοχήν εἰς τὴν Σύνοδον πάντων ἤ τουλάχιστον πάντων τῶν ἐπαρχιούχων Ἐπισκόπων, ἐκπροσωπούντων τὸ ποίμνιό των. Τοῦτο δέν θά μόνον συμβάλει εἰς τὴν ἑνότητα συμπάσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραρχίας προκειμένου να συνειδητοποιήσῃ τὴν εὐθύνη αὐτῆς διά τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἀλλά καὶ θά ἀποτελεῖ ἐκδήλωσιν δυνάμεως και ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῶν ἔξωθεν. Ἡ Ἀγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἀδύνατον νά ὑστερεῖ ἀριθμητικῶς ἀπό τὰς τακτικῶς συνερχόμενὰς Συνόδους τῆς Ἱεραρχίας τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Εἶναι οὐδόλως δύσκολον ἐπιχείρημα νά συγκεντρώσωμεν εἰς ἔνα χῶρον 700 Ἐπισκόπους. Ἄλλωστε ἀκόμη τὴν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων με ἔλλειψιν τότε τῶν σημερινῶν μέσων μεταφορᾶς καὶ ἐπικοινωνίας οὐκ ὀλίγος ἦτο ὁ ἀριθμός τῶν συνελθόντων Ἐπισκόπων. Ἐπι παραδείγματι, εἰς τὴν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο παρέστησαν περισσότερα ἀπό 600 μέλη.

Ἐπίσης ὀφείλομεν νά καταλάβωμεν ὅτι ἕκαστος τεχνητὸς περιορισμός τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀντιπροσώπων εἰς την Σύνοδον, δύναται νά προκαλέσει δυσαρέσκειαν καὶ διαφωνίας ἐντός τοῦ σώματος τῶν Όρθοδόξων Ἐπισκόπων. Ἐάν ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος θά ἀκολουθήσει αὐστηρῶς τὴν ἀρχήν τῆς ὁμοφωνίας, τότε τὸ θέμα τῆς συγκροτήσεως ἀποκτᾷ, ἀσφαλῶς, κάπως ὀλιγωτέραν σημασίαν. Ἀλλά καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην ἡ καθ’ἡμᾶς Ἐκκλησία κρίνει λίαν εὐκταίαν ὅσον τὸ δυνατόν μεγαλυτέραν συμμετοχήν τῶν Ἐπισκόπων εἰς την Πανορθόδοξον Σύνοδον. Ἀκόμη καὶ εἰκόνα ἥν θέλει προβάλλῃ ἠ Σύνοδος πρὸς τοὺς ἔξω ὁφείλει νά εἶναι πειστική διά τὸν μή Ορθόδοξον κόσμον. Ἐάν συνέλθη μία μικρή ὁμὰς ἀνθρώπων καὶ θά ἀποκαλέσωμεν ταύτην Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, ὁ κόσμος ἅπας μεθ΄εἱρωνείας θά ἀποδεχθεί τοῦτον.

Δεύτερον, ἡ καθ’ἡμᾶς Ἐκκλησία τονίζει τὴν ἀνάγκην τὸ Προεδρεῖον τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου νά συναπαρτίζουσι οἱ Προκαθήμενοι πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν με ἐπὶ κεφαλῆς τὸν πρώτον ἐξ αὐτῶν Παναγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκ της ἱστορίας διδασκόμεθα ὅτι οὐδεμιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου προήδρευε μόνος του ὁ πρώτος κατά τῇ τάξει τῶν Διπτύχων Προκαθήμενος. Τὸ Προεδρεῖον τὸ ὁποῖον θά συναπαρτίζωσιν οἱ Προκαθήμενοι πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν καὶ τῆς ἀρχαιότητός των, θά προβάλει ὁρατῶς τὴν ἐκκλησιολογίαν μας, συμφώνως πρὸς τὴν ὀποίαν ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία, ἡ εὐρισκόμενη εἰς κοινωνίαν μετά τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι ἰσότιμος πρὸς τὰς ἑτέρας. Προφανές εἶναι ὅτι τὸ διαμορφωθὲν ἀργότερον Ρωμαιοκαθολικόν πρότυπον τῆς Συνόδου με ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Πάπαν μόνον εἶναι ἀπολύτως ἀπαράδεκτον διά τοὺς Ὀρθοδόξους.

Βεβαίως εἶναι ἀδύνατον ὀλόκληρον τὸ Προεδρεῖον ταυτοχρόνως νά κατευθύνει ἐργασίας τῆς Συνόδου. Δι΄αὐτό καὶ ἔχομεν τὸν πρώτον μεταξύ ἴσων, ὁ ὁποίος, κατόπιν συμφώνου γνώμης πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀσκεῖ τὴν πολυεύθυνον διακονίαν αὐτοῦ ὡς συντονιστής.

Δέν μπορεῖ παρά νά προκαλεῖ τὴν λύπην μας τὸ γεγονός ὅτι εἰς τὴν Σύναξίν μας σήμερα δέν συμμετέχουν ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι, ὅπερ καθιστᾷ ταύτην ἐλλιπῆ. Ἀναφέρθημεν καὶ παλαιότερα εἰς τὴν ἀπουσίαν τοῦ Προκαθημένου τῆς ἐν Ἀμερικῇ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ὅμως ἡ ἀπουσία ἐξηγεῖται μέ τὴν μή καθολικὴν, ἀπ’ὅλας τὰς Ἐκκλησίας ἀποδοχὴν τοῦ αὐτοκεφάλου αὐτῆς. Ἐνῶ ἐν προκειμένῳ λείπει Προκαθήμενος μιᾶς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὸ αὐτοκέφαλον το ἀποδέχονται οἱ πάντες καὶ εἶναι ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Πρέσοβ καὶ Μητροπολίτης Τσεχίας καὶ Σλοβακίας Ραστισλάβ. Ἐξελέγη κανονικῶς ὑπό τῆς Γενικῆς Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ εἰς πλήρη συμφωνίαν πρὸς τὸν Καταστατικόν Χάρτην αὐτῆς. Ἐγείρεται τὸ ἐξής ἐρώτημα, δύναται ἡ συνέλευσίς μας αὕτη νά χαρακτηρίζηται Σύναξις πάντων τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν και πῶς θά ἐξηγήσωμεν μετέπειτα την ἀπουσίαν ἐνός εξ ἡμῶν;

Ἐπιβάλλεται νά ἐξασφαλίσωμεν τὴν συμβολήν πασῶν τῶν κατά τόπους Όρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν προπαρασκευήν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου καὶ τότε ἡ Σύνοδός μας θά ἐκφράζει τὴν προφητικήν φωνήν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀπευθυνόμενην τόσον πρὸς τοὺς οἰκείους ὄσον και πρὸς τοὺς ἔξω. Οἱ οἰκείοι θά πρέπει νά αἰσθανθῶσι τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἔξω θά πρέπει νά βλέπωσι τὴν ζωτικήν δύναμιν καὶ τον δυναμισμό τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Σύνοδον, τὴν ὁποίαν τὴν δύναμιν προσδίδει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Ὀφείλομεν νά παράσχωμεν κάθε διευκόλυνσιν εἰς τὸ Ἁγιον Πνεύμα, προκειμένου νά μήν του ἐμποδίσωμεν ναάἐνεργήσει ἐν μέσῷ ἡμῶν καὶ δι’ἡμῶν.

Συμφώνως πρὸς τα προαναφερθέντα, εἰσηγοῦμαι την συγκρότησιν ἀνανεωμένης Γραμματείας ἀποτελούμενης ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν κατά τόπους Όρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία θά ὀλοκληρώσῃ τὴν ἐπεξεργασίαν σχεδίων τῶν κειμένων καὶ θά ἐπιληφθεῖ πάντων τῶν διαδικαστικῶν θεμάτων. Τὰ αποτελέσματα τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς ἡ Γραμματεία θά παρουσιάσει εἰς τὴν Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Ἐπιτροπήν. Ἐξασφαλισθείσης τῆς ὁμοφωνίας ὑπό αὐτῆς τῆς Ἐπιτροπῆς, τὰ κείμενα θά παραπεμφθοῦν εἰς την Πανορθόδοξον Προσυνοδικήν Διάσκεψιν, ἥτις κατόπιν ἐγκρίσεώς των θά μπορέσει νά εἰσηγηθεῖ τὴν ἡμερομηνία συγκλήσεως τῆς Συνόδου.

Δεν εισηγοῦμαι νέας τινας προτάσεις, ἀλλά ἐπαναλαμβάνω τὴν διαδικασίαν, ἡ ὁποία υἱοθετήθη πανορθοδόξως καὶ ὀφείλει να ἐντατικοποιηθεῖ, νά γίνει πλέον δυναμική, ἐάν θέλωμεν νά μήν ἐπιβραδύνωμεν την σύγκλησιν τῆς Συνόδου.

Καλῶ τους πάντας νά συμβάλωμεν εἰς τὴν ἐποικοδομητικήν ἐν πνεύματι ἀγάπης καὶ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ ἐργασίαν. Καὶ ὁ Θεός βοηθός!